μεθύλιο(ν)

μεθύλιο(ν)
το хим. метил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεθύλιο(ν)" в других словарях:

  • μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… …   Dictionary of Greek

  • μεθύλιο — το ίου (χημ.), μονοσθενής ρίζα από ένα άτομο άνθρακα και τρία υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρυλικό μεθύλιο — Βλ. λ. πλαστικές ύλες (πολυακρυλικές ρητίνες) …   Dictionary of Greek

  • αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… …   Dictionary of Greek

  • αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… …   Dictionary of Greek

  • αμφεταμίνη — (Φαρμ.) φάρμακο τής σειράς τών αμφεταμινών, συνθετικών φαρμάκων, με έντονες διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. amphetamine < a[Ipha] (πρβλ. άλφα) + m[ethyl] (πρβλ. μεθύλιο) …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλίωση — Χημική διαδικασία. κατά την οποία η μονοσθενής ρίζα μεθύλιο ( CH2) εισάγεται στο μόριο μιας ένωσης. Για να γίνει δυνατή η μ. χρησιμοποιούνται διάφοροι μεθυλιωτικοί παράγοντες, όπως είναι το μεθυλοϊωδίδιο (CH3I), μεθυλεστέρες οργανικών θειοξέων,… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • μεθυλοκυτταρίνη — Μεθυλικός αιθέρας της κυτταρίνης, με χημικό τύπο [C6H7O2(OH)2ΟCΗ2]ν. Είναι λευκή ή υπόλευκη σκόνη, χωρίς γεύση και οσμή, ενώ διογκώνεται μέσα στο νερό για να δώσει ένα διαυγές ζελατινώδες διάλυμα. Παρασκευάζεται με επεξεργασία της προερχόμενης… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»